- παπλωματάδικο
- το мастерская или фибрина по изготовлению стёганых одеял
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παπλωματάδικο — το το κατάστημα όπου πωλούνται ή κατασκευάζονται παπλώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπλωματάς + κατάλ. άδικο (πρβλ. παπουτσ άδικο)] … Dictionary of Greek
παπλωματάδικο — το κατάστημα όπου πουλούν ή κατασκευάζουν παπλώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφαπλωματοποιείο — το [εφαπλωματοποιός] εργαστήριο κατασκευής ή κατάστημα πωλήσεως παπλωμάτων, κν. παπλωματάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφαπλωματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek